- σμηγματοπώλης
- σμηγμ-ᾰτοπώλης, ου, ὁ,A one who sells soap and the like, Gloss.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σμηγματοπώλης — ὁ, Α πωλητής σαπουνιών και άλλων απορρυπαντικών ειδών. [ΕΤΥΜΟΛ. < σμῆγμα, ήγματος + πώλης*] … Dictionary of Greek